- γρανουλίτης
- Μεταμορφωμένο σχιστώδες πέτρωμα, λεπτόκοκκο, αποτέλεσμα της δυναμομεταμόρφωσης των γρανιτών. Στη σύστασή του συμμετέχουν κυρίως χαλαζίας, στενά συνδεδεμένος με αστρίους και γρανάτες, τουρμαλίνης, σιλιμανίτης, απατίτης κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η απουσία του μαρμαρυγία από το πέτρωμα, το οποίο μπορεί γι’ αυτό να θεωρηθεί ως γνεύσιος χωρίς μαρμαρυγία. Το χρώμα του είναι συνήθως ανοιχτό (άσπρο, κίτρινο, ροζ). Τυπικοί γ. βρίσκονται στη Σαξονία, στον Μέλανα Δρυμό και στα Βόσγια. Στη γαλλική ορολογία, γ. ονομάζεται ένας γρανίτης με δύο μαρμαρυγίες, ενώ για το πέτρωμα αυτό χρησιμοποιούν τον όρο λεπτινίτης. Πράγματι, ο όρος γ. δεν θεωρείται δόκιμος, γιατί ο ίδιος χρησιμοποιείται και για τον ιστό των εκρηξιγενών πετρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.